- σκατόλιο
- το, Νχημ. αζωτούχα οργανική ένωση, γνωστή και ως β-μεθυλινδόλιο, που σχηματίζεται κατά τη σήψη ή την θέρμανση αλβουμινοειδών υλικών που περιέχουν θρυπτοφάνη, παρουσία αλκαλίων, και η οποία είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό που αποκτά καστανή απόχρωση κατά την παρατεταμένη αποθήκευσή του και απαντά στα ανθρώπινα περιττώματα, στα οποία προσδίδει τη χαρακτηριστική οσμή τους, στην οποία και οφείλει την ονομασία του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. skatole (< σκῶρ, σκατός)].
Dictionary of Greek. 2013.