σκατόλιο

σκατόλιο
το, Ν
χημ. αζωτούχα οργανική ένωση, γνωστή και ως β-μεθυλινδόλιο, που σχηματίζεται κατά τη σήψη ή την θέρμανση αλβουμινοειδών υλικών που περιέχουν θρυπτοφάνη, παρουσία αλκαλίων, και η οποία είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό που αποκτά καστανή απόχρωση κατά την παρατεταμένη αποθήκευσή του και απαντά στα ανθρώπινα περιττώματα, στα οποία προσδίδει τη χαρακτηριστική οσμή τους, στην οποία και οφείλει την ονομασία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. skatole (< σκῶρ, σκατός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ινδόλιο — Ετεροκυκλική ένωση του τύπου C8H7N (2,3 βενζοπυρόλιο). Είναι ουσία άχρωμη, κρυσταλλική με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο τήξης 52,5°C και σημείο ζέσης 253°C (με μερική αποσύνθεση). Διαλύεται στο ζεστό νερό και στους οργανικούς διαλύτες. Μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”